- ησυχαστής
- ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω]1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριοςμσν.1. (και στον πληθ.) οἱ ἡσυχασταίμυστικιστές μοναχοί τού Αγίου Όρους κατά τον 14ο αιώνα που δογμάτιζαν την ένωση με το θείο φως σε κατάσταση υπνωτισμού και εκστάσεως2. θηλ. ἡ ἡσυχάστρια α) μοναχή, καλογριάβ) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) η καθησυχάζουσα, η επιφέρουσα την ησυχία, τη γαλήνη, την ηρεμία.
Dictionary of Greek. 2013.